κύβη

From LSJ
Revision as of 10:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβη Medium diacritics: κύβη Low diacritics: κύβη Capitals: ΚΥΒΗ
Transliteration A: kýbē Transliteration B: kybē Transliteration C: kyvi Beta Code: ku/bh

English (LSJ)

ἡ,    A head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).

Greek (Liddell-Scott)

κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tête.
Étymologie: DELG cf. κοττίς, κύβος.

Greek Monolingual

κύβη, ἡ (Α)
η κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος, κυβηβῶ, κυβητίζω, κυβήσινδα].

Russian (Dvoretsky)

κύβη: ἡ голова.