λοιμοποιός
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
όν, A causing a pestilence, Vett.Val.6.29.
Greek Monolingual
λοιμοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί λοιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -ποιός (< ποιῶ)].