μοιρογνωμόνιον
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
τό, ( A μοῖρα 1.5, γνώμων) pointer on a dial in the διόπτρα, Hero Dioptr.34,al.
German (Pape)
[Seite 198] ὄργανον, τό, Gradmesser, ein astronomisches Instrument des Ptolemäus.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρογνωμόνιον: ὄργανον, τό, (μοῖρα Ι. 5, γνώμων), ἀστρονομικόν τι ὄργανον ὃ μετεχειρίζετο ὁ Πτολεμ. πρὸς καταμέτρησιν τῶν μοιρῶν.