μονούατος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, A one-eared, with one handle, AP5.134.
German (Pape)
[Seite 205] einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).
Greek (Liddell-Scott)
μονούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.
Greek Monolingual
μονούατος, -ον (Α)
(για λαγήνι) μόνωτος, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ-ούατος, χρυσ-ούατος].
Russian (Dvoretsky)
μονούᾰτος: с одним ушком (sc. λάγυνος Anth.).