νευρόθλαστος

From LSJ
Revision as of 13:28, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόθλαστος Medium diacritics: νευρόθλαστος Low diacritics: νευρόθλαστος Capitals: ΝΕΥΡΟΘΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neuróthlastos Transliteration B: neurothlastos Transliteration C: nevrothlastos Beta Code: neuro/qlastos

English (LSJ)

ον,    A bruised in the sinews, Gal.13.576, Orib.Fr. 88.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόθλαστος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νεῦρα τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ νεῦρα, καθάπερ ἐκεῖνος ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.

Greek Monolingual

νευρόθλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλαστος].