νεόδορος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, A = νεόδαρτος I, Thphr.HP9.5.3, J.BJ3.7.10.
German (Pape)
[Seite 241] = νεόδαρτος, Sp., wie D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
νεόδορος: -ον, = νεόδαρτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 5, 3.
Greek Monolingual
νεόδορος, -ον (Α)
αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δορος (< δορά / δορός < δέρω «γδέρνω»), πρβλ. ά-δορος].