πάμπολις
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, A prevailing in all cities, universal, νόμος dub. in S.Ant.614 (lyr., πάμπολύ γ' Heath).
German (Pape)
[Seite 454] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, παγκόσμιος, νόμος Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
commun à toute les cités, à tous les États.
Étymologie: πᾶν, πόλις.
Greek Monolingual
πάμπολις, -όλεως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ισχύει σε όλες τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πόλις.
Greek Monotonic
πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που επικρατεί σε όλες τις πόλεις, γενικός, καθολικός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάμπολις: εως adj. общий всем государствам, всеобщий (νόμος Soph.).
Middle Liddell
πάμ-πολις, εως,
prevailing in all cities, universal, Soph.