πάρεγγυς

From LSJ
Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρεγγῠς Medium diacritics: πάρεγγυς Low diacritics: πάρεγγυς Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΣ
Transliteration A: párengys Transliteration B: parengys Transliteration C: pareggys Beta Code: pa/reggus

English (LSJ)

Adv.    A near at hand, close by, ἐν τοῖς π. τόποις Arist.HA 605b25.    2 of Time, near, λίαν π. εἶναι, i. e. in age, Id.Pol.1335a1 ; π. τινός following closely on... Id.GA773b9.    3 nearly alike, π. γενέσθαι Id.Metaph.1040b11 ; τὸ π. τῆς λέξεως Id.SE167a5 ; π. ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol.1271b20, cf. Thphr.CP 6.17.9.

German (Pape)

[Seite 510] adv., nahe dabei, Arist. Pol. 7, 16, τινός, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πάρεγγῠς: Ἐπίρρ., παρὰ πολὺ πλησίον, ἐν τοῖς π. τόποις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1. 2) ἐπὶ χρόνου πλησίον, λίαν π. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 3· π. τινος, ἀμέσως μετά τινα ..., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 3. 3) σχεδὸν ὁμοίως, π. γενέσθαι ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 16, 2· τὸ π. τῆς λέξεως ὁ αὐτ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5, 2· π. τῆς ... πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 1.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.)
2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.)
3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύς].

Russian (Dvoretsky)

πάρεγγῠς:
I adv.
1) близко, в непосредственной близости (ἐν τοῖς π. τόποις Arst.);
2) весьма сходно (γενέσθαι Arst.).
II в знач. praep. cum gen.
1) близ (τινος Arst.);
2) сходно с (τῆς πολιτείας Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-εγγυς adv. nabij:. ταῖς ἡλικίαις... λίαν πάρεγγυς εἶναι in leeftijd zeer nabij staan Aristot. Pol. 1335a1. prep. met gen. vergelijkbaar met:. ἡ δὲ Κρητικὴ πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης de Kretenzische staatsinrichting staat daar dicht bij Aristot. Pol. 1271b20.