πλατύσαρκος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
[ῠ], ον, A broad-fleshed, στῆθος Polem.Phgn.42.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πληθωρικές σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ-σαρκος].