πολύκρουνος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ον, A with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.
German (Pape)
[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l’eau s’échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].
Greek Monotonic
πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκρουνος: многострунный: ὕδωρ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.