προσυπολογίζω
From LSJ
English (LSJ)
A subtract besides, Ptol.Geog.1.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπολογίζω: ὑπολογίζω προσέτι, Πτολ.
Greek Monolingual
ΝΑ ὑπολογίζω
νεοελλ.
υπολογίζω επιπροσθέτως, συνυπολογίζω
αρχ.
αφαιρώ κάτι επί πλέον.
Full diacritics: προσυπολογίζω | Medium diacritics: προσυπολογίζω | Low diacritics: προσυπολογίζω | Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΛΟΓΙΖΩ |
Transliteration A: prosypologízō | Transliteration B: prosypologizō | Transliteration C: prosypologizo | Beta Code: prosupologi/zw |
A subtract besides, Ptol.Geog.1.13.7.
προσυπολογίζω: ὑπολογίζω προσέτι, Πτολ.
ΝΑ ὑπολογίζω
νεοελλ.
υπολογίζω επιπροσθέτως, συνυπολογίζω
αρχ.
αφαιρώ κάτι επί πλέον.