πυππάζω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 819] u. πυπάζω, eigtl. πύππαξ od. πύπαξ rufen und seine Verwunderung dadurch zu erkennen geben, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες, ὁ δ' ὄνος ὕεται, Cratin. in VLL.; τινά, Einen laut bewundern. S. ὑπερπυππάζω.