πρῳραχθής
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ές, A laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳραχθής: -ές, πεφορτωμένος κατὰ τὴν πρῷραν· μεταφορ., κεκλιμένος, κεκαμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ γέροντος, Ἡσύχ.