σαρκόθλασμα

Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.

German (Pape)

[Seite 863] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, ΜΑ
σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα.