σελινᾶτον
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
Full diacritics: σελῑνᾶτον | Medium diacritics: σελινᾶτον | Low diacritics: σελινάτον | Capitals: ΣΕΛΙΝΑΤΟΝ |
Transliteration A: selinâton | Transliteration B: selinaton | Transliteration C: selinaton | Beta Code: selina=ton |
τό,= Lat. A apiatum, Philagr. ap. Orib.5.23 tit., Gloss.
τὸ, Α
ο σελινίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα -ᾶτον (πρβλ. σησαμ-ᾶτον)].