στηρικτός

From LSJ
Revision as of 22:59, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτός Medium diacritics: στηρικτός Low diacritics: στηρικτός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΟΣ
Transliteration A: stēriktós Transliteration B: stēriktos Transliteration C: stiriktos Beta Code: sthrikto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A solid, firmly based, Hymn.Is.163.    2 = foreg., Cat.Cod.Astr.1.100.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.