στομωτής
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= Lat. A indurator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 948] ὁ, der Eisen schärft, stählt, übh. der Verstärker, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στομωτής: -οῦ, ὁ, (στομόω ΙΙΙ) ὁ σκληρύνων καὶ μετατρέπων τὸν σίδηρον εἰς χάλυβα, Γλωσσ.· στομωτήρ. -ῆρος, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α στομῶ
τεχνίτης που στομώνει σιδερένια εργαλεία, που μετατρέπει τον σίδηρο σε χάλυβα.