συγκτίστης
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ου, ὁ, A jointfounder or colonizer, Hdt.5.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 970] ὁ, Miterbauer, Mitgründer, bes. einer Pflanzstadt, Her. 5, 46; Poll.
Greek (Liddell-Scott)
συγκτίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ κτίζων ἢ θεμελιώνων ἀποικίαν ἢ πόλιν, Ἡρόδ. 5. 46.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.
Étymologie: συγκτίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκτίζω
αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συγκτίστης: ου ὁ участник колонизации, колонист Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκτίστης -ου, ὁ [συγκτίζω] mede-stichter (van een kolonie).
Middle Liddell
συγκτίστης, ου, ὁ, [from συγκτίζω
a joint-founder or coloniser, Hdt.