φάνσις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εως, ἡ, A = φάσις (A) 11.1, Porph. ap. Eus.PE3.4, Suid. s.v. ἐπιτολῆς. II morning twilight, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φάνσις: -εως, ἐμφάνισις, π. χ. ἐμφάνισις ἢ ἐπιτολὴ ἀστέρος Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 92C, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἐπιτολῆς.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
1. (για αστέρα) επιτολή
2. λυκαυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -σις (πρβλ. φάσις)].