φωτοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτοφόρος Medium diacritics: φωτοφόρος Low diacritics: φωτοφόρος Capitals: ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phōtophóros Transliteration B: phōtophoros Transliteration C: fotoforos Beta Code: fwtofo/ros

English (LSJ)

   A gloss on φαεσφόρους, Suid., cf. EM786.33.

German (Pape)

[Seite 1324] Licht bringend, wie φωσφόρος, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοφόρος: -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ φωσφόρος, Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / φωτοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο φωτεινός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το φωτοφόρο
α) λαμπτήρας με ανακλαστήρα
β) ζωολ. βλ. φωτοφόρο
μσν.
εκκλ. (για το μυστήριο του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -φόρος].