ψοφητικός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ή, όν, A able to make a noise, of animals, opp. both to τὰ ἄφωνα and to τὰ φωνήεντα, Id.HA488a31; τὸ ψ. a thing capable of producing sound, opp. τὸ ὁρατόν, Id.de An.423b5, cf. 420a3.
German (Pape)
[Seite 1401] zum Geräuschmachen, Lärmen geschickt, von unartikulirten Tönen, Arist. H. A., 1, 1 von den Thieren, im Ggstz der ἄφωνα u. der φωνήεντα.
Greek (Liddell-Scott)
ψοφητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ θόρυβον ἢ νὰ παραγάγῃ ἦχον, ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὰ ἄφωνα καὶ τὰ φωνήεντα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ ψοφητικά, τὰ ψοφεῖν δυνάμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὁρατά, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 11, 8, πρβλ. 2. 8, 6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [ψοφῶ (Ι)]
1. (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφητικόν
καθετί που μπορεί να κάνει θόρυβο.
Russian (Dvoretsky)
ψοφητικός: способный звучать: τὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ᾽ ἄφωνα, τὰ δε φωνήεντα Arst. одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом.