ἐκσαλεύω
From LSJ
English (LSJ)
=foreg., Sammelb.4324.16, Hsch. A s.v. ἐκβαβάξαι; shake out, Suid.<
German (Pape)
[Seite 778] herausschütteln, Ar. Lys. 1028, v. l. ἐκσκαλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσαλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, ἐκβάλλω, «ἐκσάλευσον αὐτό· ἐξένεγκον» Σουΐδ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1028, διάφ. γρ. ἐκσκαλεύω.
Spanish (DGE)
1 conmover, sacudir con violencia θεὸς ... ὁ ἐκσαλεύων τὸν βυθόν ἐξαποστέλλων ὕδατα καὶ ἀνέμους PMag.15.16.
2 ἐκβαβάξαι· ἐκσαλεῦσαι Hsch.