ἐξαιμάτωσις
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
εως, ἡ, A conversion into blood, of food, ibid., Alex.Aphr.Pr.2.63, Gal. 11.139.
German (Pape)
[Seite 863] ἡ, Verwandlung in Blut, Galen.; Verwundung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιμάτωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς αἷμα μεταβολὴ τῆς τροφῆς, διὰ τὰς ἐξαιματώσεις Μ. Ἀντων. 4. 21, Γαλην. 19. 373, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 72, 34, κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de convertir en sang.
Étymologie: ἐξ, αἱματόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fisiol. conversión en sangre de los alimentos, como una de las funciones del hígado γεννᾶσθαι ... ἐν ἥπατι κατὰ τὴν ἐξαιμάτωσιν ἀνάλογον τῇ κατὰ τὸν οἶνον τρυγί Gal.11.139, τῶν εἰσφερομένων (e.d., de los alimentos) τὴν ἐξαιμάτωσιν ὑπὸ ἥπατος γείνεσθαι PMich.149.4.21 (II d.C.), cf. Ph.2.244, M.Ant.4.21, ἀποτυχία τῆς ἐξαιματώσεως Paul.Aeg.3.48.1, cf. 6.40.1, πρὸς τὴν ἐξαιμάτωσιν τῷ δεξιῷ ... μέρει (τοῦ ἥπατος) Ps.Caes.154.2, cf. Alex.Aphr.Pr.1.118, Steph.in Hp.Aph.1.174.4, c. gen. πρὸς τὴν τῶν ὑγρῶν ἐξαιμάτωσιν Gr.Nyss.Hom.Opif.308.1.
Greek Monolingual
ἐξαιμάτωσις, η (Α) εξαιματώ
(για τροφή) η μετατροπή σε αίμα («ἐν ἥπατι κατά τήν έξαιμάτωσιν», Γαλ.).