ἐπίτακτος

From LSJ
Revision as of 19:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτακτος Medium diacritics: ἐπίτακτος Low diacritics: επίτακτος Capitals: ΕΠΙΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: epítaktos Transliteration B: epitaktos Transliteration C: epitaktos Beta Code: e)pi/taktos

English (LSJ)

ον,    A enjoined, prescribed, μέτρον Pi.P.4.236 ; of the labours of Heracles, Call.Fr.7.38 P.    2 ἐπίτακτα, τά, injunctions, orders, IG5(1).1432 (Messene, i B.C./i A.D.).    II drawn up behind, οἱ ἐ. the reserve of an army, Th.6.67 ; ἐ. σπεῖραι Plu.Sull.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτακτος: -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, μέτρον Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος ὄπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, ἡ ἐφεδρεία στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. σπεῖρα Πλουτ. Σύλλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rangé en arrière de manière à former une réserve ; οἱ ἐπίτακτοι THC corps de réserve.
Étymologie: ἐπιτάσσω.

Greek Monotonic

ἐπίτακτος: -ον (ἐπιτάσσω), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί πίσω, όπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, εφεδρεία στρατού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτακτος: отведенный назад, помещенный в резерве или в арьергарде (σπεῖραι Plut.; см. ἐπίτακτοι).

Middle Liddell

ἐπίτακτος, ον ἐπιτάσσω
drawn up behind, οἱ ἐπίτακτοι the reserve of an army, Thuc.