ἐπηρεάζω

From LSJ
Revision as of 19:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεάζω Medium diacritics: ἐπηρεάζω Low diacritics: επηρεάζω Capitals: ΕΠΗΡΕΑΖΩ
Transliteration A: epēreázō Transliteration B: epēreazō Transliteration C: epireazo Beta Code: e)phrea/zw

English (LSJ)

   A threaten abusively, λέγειν ἐπηρεάζοντες Hdt.6.9: c. acc., speak disparagingly of, τὴν ἀγαθὴν ἀναστροφήν 1 Ep.Pet.3.16.    II deal despitefully with, act despitefully towards, c. dat. pers., X.Mem. 1.2.31; ἐ. μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω D.21.14, etc.; ἐ. ψηφίσμασι καὶ νόμοις oppose them insolently, Id.18.320; τινός Luc.Nav.27; τινά Arist.Pol.1311a37, Ev.Luc.6.28, etc.; εἰ δ' ἄν τις . . ἐπηρειάζεν δέατοι ἰν τὰ ἔργα IG5(2).6.46 (Tegea, iv B.C.): abs., to be insolent, Antipho 6.8; ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ -άζουσα διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6:— Pass., to be insulted, Lys.29.7, D.21.15, D.S.36.11, Ph.2.52, PGen. 31.18 (ii A.D.):—later Med. in act. sense, τινί PLond.3.846.6 (ii A.D.).    III of the action of disease, διάφορα ἐ. μόρια Steph.in Hp. 1.204 D.

German (Pape)

[Seite 920] (ἐπήρεια), drohen, bedrohen, Her. 6, 9; allgemeiner, zu beeinträchtigen suchen, verleumden, mißhandeln, οἱ κατήγοροι καὶ οἱ ἐπηρεάζοντες Antiph. 6, 8; τινί, Xen. Mem. 1, 2, 31; Is. 2, 28; Dem. Lept. 142; τοῖς ψηφίσμασιν 18, 320; αὐτὸν ἑαυτῷ Plut. Fab. 19; seltener c. gen., Luc. nav. 27 u. Sp.; nach Schol. Ar. Nub. 874. συκοφάνται καλοῦνται οἱ ἐπηρεάζοντες; Xen. Conv. 5, 6 sagt ἡ ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ ἐπηρεάζουσα διατετείχικε τὰ ὄμματα. Bei Sp., wie N. T., auch mit dem acc. u. εἴς τινα. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεάζω: παρατατ. ἐπηρέαζον: ἀόρ. ἐπηρέασα, ἀπειλῶ, τάδε σφι λέγετε ἐπηρεάζοντες Ἡρόδ. 6. 9. ΙΙ. φέρομαι ὑβριστικῶς πρός τινα, ἐνεργῶ ὑβριστικῶς κατ’ αὐτοῦ (πρβλ. ἐπηρεασμός), μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31· παρενοχλῶ, ἐπ. μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω Δημ. 519. 14, κτλ.· οὕτω, ἐπηρεάσαι τοῖς ψηφίσμασι, ἐναντιωθῆναι εἰς αὐτὰ μετὰ θρασύτητος, ὁ αὐτ. 331. 14·- ὡσαύτως, ἐπ. εἴς τινα Ἀντιφῶν 131. 23· ἐπ. τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27· τινὰ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 15:- ἀπολ., προπηλακίζω, ὑβρίζω, Ἀντιφῶν 142. 16· παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Ξεν. Συμπ. 5, 6.- Παθ., προσβάλλομαι, ὑβρίζομαι, Λυσ. 182. 10, Δημ. 519. 20· πρβλ. ὑβρίζω.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπηρεάζει· βιάζει».

French (Bailly abrégé)

1 menacer;
2 chercher à nuire, vexer, diffamer, calomnier, τινι ; abs. être insolent.
Étymologie: cf. ἐπήρεια.

English (Strong)

from a comparative of ἐπί and (probably) areia (threats); to insult, slander: use despitefully, falsely accuse.

English (Thayer)

(ἐπήρεια (spiteful abuse, cf. Aristotle, rhet. 2,2, 4)); to insult; to treat abusively, use despitefully; to revile: τινα, R G; Xenophon, mem. 1,2, 31; 3,5, 16); in a forensic sense, to accuse falsely: with the accusative of a thing, Xenophon, Isaeus, Demosthenes, Philo, Plutarch, Lucian, Herodian; to threaten, Herodotus 6,9 (but cf. Cope on Aristotle, as above).)

Greek Monolingual

(AM ἐπηρεάζω)
ασκώ βλαβερή επίδραση
νεοελλ.
1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα»)
2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του»)
αρχ.-μσν.
1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω»)
2. περιφρονώ, εξυβρίζω
3. προσβάλλω, θίγω
μσν.
1. στενοχωρώ
2. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει φόρο
αρχ.
1. απειλώ, φοβερίζωτάδε σφιλέγετε ἐπηρεάζοντες», Ηρόδ.)
2. φέρομαι αλαζονικά
3. εναντιώνομαι με θράσος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επήρεια, αντί επηρειάζω κατά προφύλαξη].

Greek Monotonic

ἐπηρεάζω:I. απειλώ, φοβερίζω με προσβολές, σε Ηρόδ.
II. φέρομαι υβριστικά προς, ενεργώ υβριστικά απέναντι σε, τινί, σε Ξεν., Δημ.· απόλ., αυθαδιάζω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπηρεάζω:
1) грозить, угрожать: τάδε σφι λέγετε ἐπηρεάζοντες … Her. пригрозите им, что …;
2) наносить вред, причинять ущерб (ἑαυτῷ Plut.);
3) оскорблять, поносить, злословить (τινί Xen., Isae., Dem., τινά Arst., NT и τινός Luc.): πῶς ἂν μᾶλλον ἐπηρεάζετο; Lys. мог ли он подвергнуться большим оскорблениям?;
4) вызывающе вести себя (ἡ ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ ἐπηρεάζουσα Xen.).

Middle Liddell


I. to threaten abusively, Hdt.
II. to deal despitefully with, act despitefully towards, τινί Xen., Dem.:—absol. to be insolent, Xen. [from ἐπήρεια

Chinese

原文音譯:™phre£zw 誒普-誒雷阿索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在上-爭吵
字義溯源:侮辱,淩辱,誣賴,誹謗,妄罵,造謠中傷;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἄργυρος)X*=恐嚇)組成
出現次數:總共(2);路(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 誣賴者(1) 彼前3:16;
2) 凌辱(1) 路6:28