ἐψιμυθισμένως

From LSJ
Revision as of 22:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐψιμῡθισμένως Medium diacritics: ἐψιμυθισμένως Low diacritics: εψιμυθισμένως Capitals: ΕΨΙΜΥΘΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: epsimythisménōs Transliteration B: epsimythismenōs Transliteration C: epsimythismenos Beta Code: e)yimuqisme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω)    A with paint, with makeup or with cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.

Greek (Liddell-Scott)

ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.

Greek Monolingual

ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].