ἐφηβοσύνη

Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A age of an ἔφηβος, adolescence, AP6.282.6 (Theod.).

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, das Jünglingsalter, Alter u. Stand des ἔφηβος, Theodorid. 3 (VI, 282).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφηβοσύνη: ἡ, ἡλικία τοῦ ἐφήβου, ἡ νεανικὴ ἡλικία, Ἀνθ. Π. 6. 282.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Greek Monolingual

η (Α ἐφηβοσύνη) έφηβος
η ηλικία του εφήβου, η νεανική ηλικία, η εφηβότητα.

Greek Monotonic

ἐφηβοσύνη: ἡ, ηλικία του ἐφήβου, εφηβεία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφηβοσύνη: ἡ возраст эфеба, возмужалость, юность Anth.

Middle Liddell

ἐφηβοσύνη, ἡ,
the age of an ἔφηβος, puberty, Anth.