ἐφηβοσύνη
English (LSJ)
ἡ, A age of an ἔφηβος, adolescence, AP6.282.6 (Theod.).
German (Pape)
[Seite 1117] ἡ, das Jünglingsalter, Alter u. Stand des ἔφηβος, Theodorid. 3 (VI, 282).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηβοσύνη: ἡ, ἡλικία τοῦ ἐφήβου, ἡ νεανικὴ ἡλικία, Ἀνθ. Π. 6. 282.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.
Greek Monolingual
η (Α ἐφηβοσύνη) έφηβος
η ηλικία του εφήβου, η νεανική ηλικία, η εφηβότητα.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐφηβοσύνη: ἡ возраст эфеба, возмужалость, юность Anth.