ἑξάπους

From LSJ
Revision as of 22:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάπους Medium diacritics: ἑξάπους Low diacritics: εξάπους Capitals: ΕΞΑΠΟΥΣ
Transliteration A: hexápous Transliteration B: hexapous Transliteration C: eksapous Beta Code: e(ca/pous

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,    A six-footed, Arist.PA683b2.    II = ἑξάπεδος, Luc.Sat.17; κολοσσός Plu.Luc.37; λίθος Milet. 7.57 (Didyma).    2 of metre, of six feet, D.H.Comp.4. Cf. ἕξπους.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = ἑξάπεδος, Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, στίχος ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ μέτρον ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ πόδα δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ἑξάποδος
long, large ou haut de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.

Spanish (DGE)

v. ἕκπους.

Greek Monotonic

ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουντό = ἑξάπεδος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάπους: 2, gen. οδος
1) шестиногий (αἱ ἀκρίδες Arst.);
2) Luc., Plut. = ἑξάπεδος;
3) стих. шестистопный.

Middle Liddell

adj = ἑξάπεδος, Plut.]