ἔγκριτος

From LSJ
Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκρῐτος Medium diacritics: ἔγκριτος Low diacritics: έγκριτος Capitals: ΕΓΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: énkritos Transliteration B: enkritos Transliteration C: egkritos Beta Code: e)/gkritos

English (LSJ)

ον,    A admitted, accepted, Pl.Lg.966d, IG12(9).189.9 (Eretria, iv B. C.); ἔ. θεά Herod.Med. in Rh.Mus.58.106.

German (Pape)

[Seite 710] für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκριτος: -ον, ὁ ἐγκριθείς, ὁ γενόμενος δεκτός, Πλατ. Νόμ. 966D.

Spanish (DGE)

-ον
1 aceptado, admitido de pers. τῶν πρὸς ἀρετὴν ἔγκριτον γίγνεσθαι Pl.Lg.966d
subst. οἱ ἔγκριτοι los admitidos al conocimiento de los misterios crist. por la fe, Clem.Al.Strom.6.15.126
de una expresión ἐγκριτώτερον δὲ ἔσται τοῦτο τοῦ προτέρου Sch.Luc.Dem.Enc.3.
2 escogido, selecto ἄρνες ref. víctimas sacrificiales especialmente seleccionadas IG 12(9).189.8 (Eretria IV a.C.), ἡ ἄχραντος καὶ ἔ. ... δόξα ref. el Espíritu Santo, Didym.Trin.2.1.11
subst. c. gen. partit. ὁ ἔ. el elegido de San Pedro ὁ ἔ. τῶν ἀποστόλων Basil.M.31.1548A, op. κατεγνωσμένος ‘condenado’, Gr.Naz.M.36.396B, τοῦ λαοῦ μάλιστα τῷ ἐγκρίτῳ τε καὶ καθαρωτάτῳ especialmente a la parte más selecta y pura del pueblo Gr.Naz.M.35.1032B, οἱ ... ἔγκριτοι τῶν ἀποτελεσματικῶν Cat.Cod.Astr.9(1).176.26.
3 auténtico, genuino τῶν πνευματικῶν ... ἔ. ἐραστής Cyr.Al.M.69.885A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔγκριτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετοςέγκριτος δικηγόρος»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι
όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)
αρχ.
αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκρῐτος: досл. избранный, перен. проверенный, испытанный (πρὸς ἀρετήν Luc.).