Ἑλληνιστί

From LSJ
Revision as of 22:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑλληνιστί Medium diacritics: Ἑλληνιστί Low diacritics: Ελληνιστί Capitals: ΕΛΛΗΝΙΣΤΙ
Transliteration A: Hellēnistí Transliteration B: Hellēnisti Transliteration C: Ellinisti Beta Code: *(ellhnisti/

English (LSJ)

Adv.    A in the Greek language, Pl.Ti.21e, PTaur.1v4 (ii B.C.), Ph.2.546, J.AJ14.10.2, etc.; Ἑ. συνιέναι to understand Greek, X.An.7.6.8; Ἑ. γινώσκεις; Act.Ap.21.37; in Greek fashion, Luc.Scyth.3.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλληνιστί: ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἑλληνικόν, Λουκ. Σκύθ. 3· ἑλληνιστὶ ξυνιέναι, γινώσκειν, ξυνίει δὲ καὶ αὐτὸς (ὁ Σεύθης) ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα, ἐνόει δὲ καὶ αὐτὸς τὰς περισσοτέρας ἑλληνικὰς λέξεις» (Βαρδαλάχος), Ξεν. Ἀν. 7. 6, 8· ἑλληνιστὶ γινώσκεις; γινώσκεις ἑλληνικά; Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 38· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστὶ Ἑλληνιστί, ἐν τῇ Ἑλλ. γλώσσῃ, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 20.

English (Strong)

adverb from the same as Ἑλληνιστής; Hellenistically, i.e. in the Grecian language: Greek.

English (Thayer)

adverb (ἑλληνίζω), in Greek, i. e. in the Greek language: Xenophon, an. 7,6, 8; others.)

Greek Monotonic

Ἑλληνιστί: επίρρ., κατά τον ελληνικό τρόπο, στα ελληνικά, σε Λουκ.· Ἑλλ. ξυνιέναι, γνωρίζω, καταλαβαίνω ελληνικά, σε Ξεν.

Middle Liddell


in Greek fashion, Luc.; Ἑλλ. ξυνιέναι to understand Greek, Xen.

Chinese

原文音譯:`Ellhnist⋯ 赫累你士提
詞類次數:副詞 名詞(2)
原文字根:希臘語
字義溯源:希臘化的,希利尼的,希利尼化的;源自(Ἑλληνιστής)=希臘化的人,說希利尼話的猶太人);而 (Ἑλληνιστής)出自(Ἕλλην)=希臘人), (Ἕλλην)又出自(Ἑλλάς)*=希臘)
出現次數:總共(2);約(1);徒(1)
譯字彙編
1) 希利尼話(1) 徒21:37;
2) 希利尼文(1) 約19:20