ἰσθμοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A like an isthmus, αὐχήν Peripl.M.Eux.58.
German (Pape)
[Seite 1263] ές, isthmusartig, wie der Isthmus, Sp.
Greek Monolingual
ἰσθμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ισθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσθμός + -ειδής (< εἶδος)].
Full diacritics: ἰσθμοειδής | Medium diacritics: ἰσθμοειδής | Low diacritics: ισθμοειδής | Capitals: ΙΣΘΜΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: isthmoeidḗs | Transliteration B: isthmoeidēs | Transliteration C: isthmoeidis | Beta Code: i)sqmoeidh/s |
ές, A like an isthmus, αὐχήν Peripl.M.Eux.58.
[Seite 1263] ές, isthmusartig, wie der Isthmus, Sp.
ἰσθμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ισθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσθμός + -ειδής (< εἶδος)].