ὀπτήρια

From LSJ
Revision as of 00:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτήρια Medium diacritics: ὀπτήρια Low diacritics: οπτήρια Capitals: ΟΠΤΗΡΙΑ
Transliteration A: optḗria Transliteration B: optēria Transliteration C: optiria Beta Code: o)pth/ria

English (LSJ)

(sc. δῶρα), τά,    A presents made by the bridegroom on seeing the bride without the veil, = ἀνακαλυπτήρια, θεώρητρα, Poll.2.59,3.36, Hsch.    2 generally, presents upon seeing or for the sight of a person, παιδὸς ὀ. E.Ion1127, cf. Call. Dian.74 ; προσβάλλων ἀκοαῖς ὀ. θυμοῦ Aspasia ap.Ath.5.219d.

German (Pape)

[Seite 363] τά, sc. δῶρα, Geschenke des Bräutigams an die Braut, wenn er sie ohne den jungfräulichen Schleier sah, sonst ἀνακαλυπτήρια; παιδὸς ἀντ' ὀπτηρίων σφαγαῖσι πέτρας δεύειν, Eur. Ion 1127; Callim. Dian. 74; vgl. VLL. u. bei Ath. V, 219 e, προσβάλλων ἀκοαῖς ὀπτήρια θυμοῦ, in übertragener Bdtg, vielleicht allgemein (von ὄπτομαι) das Bild.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτήρια: (δηλ. δῶρα), τά, δῶρα διδόμενα ὑπὸ τοῦ νυμφίου ὅτε κατὰ πρῶτον ἔβλεπε τὴν νύμφην ἄνευ τῆς καλύπτρας, = ἀνακαλυπτήρια, θεώρητρα, Πολυδ. Β΄, 59., Γ΄, 36. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπτήρια· τὰ ἐν τοῖς ἀνακαλυπτηρίοις διδόμενα δῶρα τῇ νύμφῃ». 2) καθόλου, δῶρα γινόμενα ὅτε τις κατὰ πρῶτον ἔβλεπέ τινα, παιδὸς ὀπτ. Εὐρ. Ἴων 1127, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 74· προσβάλλων ἀκοαῖς ὀπτ. θυμοῦ Ἀσπασία παρ’ Ἀθην. 219D.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. δῶρα;
présents du fiancé à la fiancée le jour où elle se montrait pour la première fois sans voile.
Étymologie: ὄψομαι.

Greek Monolingual

ὀπτήρια, τὰ (Α) οπτήρ
1. δώρα τα οποία προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη, όταν για πρώτη φορά τήν έβλεπε χωρίς το πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό της, αλλ. θεώρητρα, ανακαλυπτήρια
2. δώρα τα οποία προσέφερε κανείς όταν γνώριζε κάποιον για πρώτη φορά.

Greek Monotonic

ὀπτήρια: (ενν. δῶρα), τά (ὄψ), δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό όταν για πρώτη φορά έβλεπε την νύφη χωρίς το πέπλο της· γενικά, δώρα που προσφέρονται από κάποιον για να αντικρύσει κάτι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπτήρια: τά (sc. δῶρα) дары жениха невесте по случаю смотрин (когда он впервые видел ее без покрывала): перен. παιδὸς ὀ. Eur. жертва (Вакху) за (нахождение) сына.

Middle Liddell


ὀπτήρια (sc. δῶρἀ presents made by the bridegroom on seeing the bride without the veil: generally, presents for seeing, Eur.