ὄρπηξ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
Att. ὅρπηξ, ηκος, Aeol. and Dor. ὄρπαξ, ᾱκος, ὁ, A sapling, young shoot, Il.21.38, Pi.Parth.2.7, A.R.4.1425, Theoc.7.146, Call. Iamb.1.215, Ap.I; ὄρπακι βραδίνῳ Sapph.104, cf. 78. 2 anything made of such shoots or trees, goad for driving cattle, Hes.Op. 468 ; lance, E.Hipp.221 (anap.). II metaph., scion, descendant, Orph.A.215. [Acc. ὅρπᾰκα is f. l. in AP7.200.]
German (Pape)
[Seite 386] ηκος, att. ὅρπηξ, ὁ, junger Sproß, Sprößling; τάμνε νέους ὄρπηκας ἵν' ἅρματος ἄντυγες εἶεν, Il. 21, 38; zur Peitsche gebraucht, d. Stachelstab, Hes. O. 470; auch eine Lanze, Eur. Hipp. 221; sp. D., μαράθου, Nic. Ther. 33; bei Ap. Rh. 4, 1425 in der Mitte stehend zwischen Gras und Baum, also Strauch. – Auch übertr., der Sohn, Abkömmling, Orph. Arg. 213; Opp. H. 2, 683. – [Nicias 8 (VII, 200) hat ὄρπακα als Dactylus gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
ὄρπηξ: Ἀττ. ὄρπηξ, -ηκος, Αἰολ. καὶ Δωρ. ὄρπαξ, -ᾱκος, ὁ, νέος βλαστός, κλάδος ἢ μικρὸν δένδρον, Ἰλ. Φ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1425, Θεόκρ. 7. 146· ὄρπακι βραδίνῳ Σαπφὼ 100 (34). 2) πᾶν τὸ ἐκ τοιούτων μικρῶν ἢ νεαρῶν δένδρων κατεσκευασμένον, κέντρον, βούκεντρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 466· λόγχη, Εὐρ. Ἱππ. 221. ΙΙ. μεταφορ., ἀπόγονος, Ὀρφ. Ἀργ. 213. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἅρπη, ὥστε ἡ ἀρχικὴ σημασία θὰ εἶναι ἡ τοῦ ὀξέος ἄκρου ἢ αἰχμῆς· πρβλ. Λατ. urpex, βωλοκόπον ὄργανον· - ὁ Κούρτ. 338, φρονεῖ ὅτι δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὸ ἕρπω). [Ἐν τῇ Ἀνθ. εὑρίσκομεν αἰτ. ὅρπᾰκα, ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 262].
Greek Monotonic
ὄρπηξ: Αττ. ὅρπηξ, -ηκος, Δωρ. ὄρπαξ, -ᾱκος, ὁ,
1. δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
2. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, μαστίγιο, βουκέντρα, σε Ησίοδ.· λόγχη, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὄρπηξ, αττιξ ὅρπηξ, ηκος, doric ὄρπαξ, ᾱκος,
1. a sapling, young tree, Il., Theocr.
2. anything made of such trees, a goad, Hes.; a lance, Eur.