ὑπερβίβασις
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
εως, ἡ, A v. ὑπέρβασις 111.
German (Pape)
[Seite 1192] εως, ἡ, das Darüberführen, -setzen (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβίβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν ὑπεράνω, διαβίβασις, ἴδε ὑπέρβασις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α ὑπερβιβάζω
διαβίβαση, πέρασμα πάνω από κάτι («τῶν λέμβων ὑπερβίβασις», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβίβᾰσις: εως ἡ v. l. = ὑπέρβασις 1.