ὑπεκκαίω
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
English (LSJ)
A kindle, Thphr.Ign.63: metaph., stir up, ὑ. τὴν γνώμην Luc.Peregr.26; inflame, ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.Dio22.
German (Pape)
[Seite 1185] (s. καίω), von unten od. allmälig ausbrennen, anzünden, Theophr.; τὴν γνώμην, Luc. Peregr. 26; u. so übertr., ὑπεκκαῦσαι καὶ συνεξορμῆσαι, Plut. Dion. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκκαίω: μέλλ. -καύσω, ὑποκαίω, ἀνάπτω τι κάτωθεν ἢ βαθμηδόν, Θεοφράστ. περὶ Πυρ. 63· μεταφορ., ὑπ. τὴν γνώμην Λουκ. Περεγρ. 26, πρβλ. Πλούτ. 2. 616Ε.
French (Bailly abrégé)
allumer par-dessous ou tout doucement.
Étymologie: ὑπό, ἐκκαίω.
Greek Monolingual
ὑπεκκαίω ΝΑ
μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. καίω κάτι από κάτω
2. καίω κάτι σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαίω «κατακαίω, ανάβω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκκαίω: атт. ὑπεκκάω снизу, тайком или постепенно поджигать, перен. (исподтишка) разжигать, возбуждать (ἔχθραν, πλῆθος Plut.; τὴν γνώμην Luc.): τὸ δίψος ὑπεκκαίεταί μοι Luc. меня томит палящая жажда.