προχύτης

From LSJ
Revision as of 15:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>" to "ῠ], ου, ὁ")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύτης Medium diacritics: προχύτης Low diacritics: προχύτης Capitals: ΠΡΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: prochýtēs Transliteration B: prochytēs Transliteration C: prochytis Beta Code: proxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,= πρόχοος,    A jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.

German (Pape)

[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.

Greek (Liddell-Scott)

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α προχέω
η πρόχους.

Greek Monotonic

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.

Middle Liddell

προ-χύ˘της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.