μεσιακάρης
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Greek Monolingual
και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].
English
sharecropper, tenant farmer sharing produce, sharing landholder A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord.
Translations
Ancient Greek: ἡμισειαστής, ἡμισυμερίτης; Arabic: فلاّح بالمقاسمة; Bresciano: masér; Calabrese: gualànu, culonu, menzieri, parsunàli; Catalan: masover; Catalan: parcer; Dutch: deelpachter, deelbouwer; Esperanto: duonfarmulo; Finnish: vuokraviljelijä; French: métayer, métayère, colon, méger; Galician: parceiro, foreiro; Galician: parceiro, parcioneiro; German: Naturalpächter, Halbpächter, Teilpächter; Greek: κολήγας, κολίγας, κολλέγας, κολλήγας, κολλήγος, μεσακάρης, μεσακάρισσα, μεσιακάρης, μεσιακάρισσα, μισακάρης, μισακάρισσα, μορτίτης; Hebrew: אריס; Italian: mezzadro; Latin: colonus partiarius, partiarius colonus; Ligurian: manente; Mirandolese: mśàdar; Mudnés: mzèder; Portuguese: parceiro rural; Romagnolo: mizèdri; Russian: испольщик, издольщик; Sicilian: mitateri; Spanish: aparcero; Swedish: hälftenbrukare; Venetian: mesadro, massaro