εὔβιος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ον, = sq. 1, Arist.HA620a21 (Sup.). II = sq. ΙΙ, Supp.Epigr.2.530.1 (Puteoli, ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1058] = Folgdm, im superl., Arist. H. A. 9, 36; Poll. 6, 196.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβιος: -ον, τῷ ἑπομ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1, ἐν τῷ ὑπερθετ.
Greek Monolingual
εὔβιος, -ον (Α)
ο ευβίοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βίος.
Russian (Dvoretsky)
εὔβιος: Arst. = εὐβίοτος.