δικαστήρ

From LSJ
Revision as of 15:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαστήρ Medium diacritics: δικαστήρ Low diacritics: δικαστήρ Capitals: ΔΙΚΑΣΤΗΡ
Transliteration A: dikastḗr Transliteration B: dikastēr Transliteration C: dikastir Beta Code: dikasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A = δικαστής, Foed.Delph. Pell.1A7, IG9(1).334.33 (Locr., v B. C.), Rhet.Oxy.410.11, Babr. 118.3.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαστήρ: ῆρος, ὁ, =δικαστής, Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. δικαστής.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ

• Morfología: [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι IPamph.3.11 (IV a.C.)]
juez, IG 92(1).718.33 (Lócride V a.C.), FD 1.486.1A.7 (III a.C.), IPamph.l.c., anón. ret. en POxy.410.11, Babr.118.3.

Greek Monolingual

δικαστήρ, ο (Α)
δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικάζω. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. δικαστήρ αντικαταστάθηκε από το δικαστής.

Greek Monotonic

δῐκαστήρ: -ῆρος, ὁ, = δικαστής, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαστήρ: ῆρος ὁ Babr. = δικαστής.