ἡ, A = ὑδρορρόα 1, Id. s.v. κορκόδρυα.
ὑδρορύα: ἡ, ἀμφίβ. τύπος ἀντὶ ὑδρορρόα, Ἡσύχ.· ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυν. 492.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) βλ. υδρορρόη.