αἰδοιολείκτης
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = A cunnilingus, Hsch. s.v. σκερός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοιολείκτης: ὁ, ὁ λείχων τὰ αἰδοῖα, Ἡσύχ. ἐν λέξει σκερός.
Spanish (DGE)
ὁ cunnilingus Hsch.s.u. σκερός.
Full diacritics: αἰδοιολείκτης | Medium diacritics: αἰδοιολείκτης | Low diacritics: αιδοιολείκτης | Capitals: ΑΙΔΟΙΟΛΕΙΚΤΗΣ |
Transliteration A: aidoioleíktēs | Transliteration B: aidoioleiktēs | Transliteration C: aidoioleiktis | Beta Code: ai)doiolei/kths |
ὁ, = A cunnilingus, Hsch. s.v. σκερός.
αἰδοιολείκτης: ὁ, ὁ λείχων τὰ αἰδοῖα, Ἡσύχ. ἐν λέξει σκερός.
ὁ cunnilingus Hsch.s.u. σκερός.