αἰνόγαμος
English (LSJ)
ον, A fatally wedded, E.Hel.1120 (lyr.), Orph.A.867, Man.3.148.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόγᾰμος: -ον, ὁ ὀλέθριον, δεινὸν γάμον συνάψας, Εὐρ. Ἑλ. 1120. Ὀρφ. Ἀργ. 875· πρβλ. αἰνόλεκτρος.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(αἰνόγᾰμος) -ον
cuyo matrimonio trae desgraciade Paris, E.Hel.1120, Medea, Orph.A.867, Helena Trag.Adesp.644.40, Edipo, Opp.C.1.261, Sémele, Nonn.D.8.328, cf. Man.3.148.
Greek Monotonic
αἰνόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόγᾰμος: вступивший в несчастный брак (Πάρις Eur.).
Middle Liddell
fatally wedded, Eur.