βιβλιοφόριον

Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

τό, A book- or letter-case, AB 314.

German (Pape)

[Seite 444] τό, Bücherbehälter, B. A. 314.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοφόριον: τό, θήκη βιβλίων ἢ ἐπιστολῶν, Α. Β. 314.

Spanish (DGE)

-ου, τό caja para guardar libros, AB 314.5.

Greek Monolingual

βιβλιοφόριον, το (Α)
θήκη βιβλίων ή επιστολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -φοριον < -φορον < φέρω (πρβλ. αρτοφόριον, ωμοφόριον)].