δαίδαλμα

From LSJ
Revision as of 21:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίδαλμα Medium diacritics: δαίδαλμα Low diacritics: δαίδαλμα Capitals: ΔΑΙΔΑΛΜΑ
Transliteration A: daídalma Transliteration B: daidalma Transliteration C: daidalma Beta Code: dai/dalma

English (LSJ)

ατος, τό, A work of art, θεῶν Theoc.1.32, cf. Luc.Am.13; τὰ τῆς οἰκοδομίας δ. Agath.2.15.

German (Pape)

[Seite 514] τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δαίδαλμα: τό, ἔργον τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: δαιδάλλω.

English (Slater)

δαίδαλμα
1 something cleverly made, piece of workmanship [δαιδάλματα codd. con tra met.: δαίδαλ Pauw (P. 5.36) ] ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)

Spanish (DGE)

-ματος, τό
obra artística, delicada λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ. Pi.Fr.52i.81, τι θεῶν δ. Theoc.1.32, δ. κάλλιστον Luc.Am.13, τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματα Agath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.

Greek Monolingual

δαίδαλμα, το (AM) δαιδάλλω έργο τέχνης, περίτεχνο έργο.

Greek Monotonic

δαίδαλμα: -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δαίδαλμα: ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαίδαλμα -ατος, τό [δαιδάλλω] kunstwerk.

Middle Liddell

a work of art, Theocr.