δεινάζω
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
A to be in straits, LXX 2 Ma.4.35.
German (Pape)
[Seite 538] = δεινοπαθέω, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δεινάζω: εὐρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ἐν δεινοῖς, Ἑβδ. (2 Μακκ. δ΄, 35)
Spanish (DGE)
irritarse, indignarse LXX 2Ma.4.35, 13.25.
Greek Monolingual
δεινάζω (Α) δεινός
βρίσκομαι σε δεινή κατάσταση, αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες.