δεινολεχής

From LSJ
Revision as of 21:28, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινολεχής Medium diacritics: δεινολεχής Low diacritics: δεινολεχής Capitals: ΔΕΙΝΟΛΕΧΗΣ
Transliteration A: deinolechḗs Transliteration B: deinolechēs Transliteration C: deinolechis Beta Code: deinolexh/s

English (LSJ)

ές, A dreadfully married, Id.A. 906.

German (Pape)

[Seite 538] ές, unglücklich vermählt, Orph. Arg. 904.

Greek (Liddell-Scott)

δεινολεχής: -ές, ὁ ἐν τῷ γάμῳ του δυστυχής, Ὀρφ. Ἀργ. 904.

Spanish (DGE)

-ές de funesto himeneo Μήδεια Orph.A.906.

Greek Monolingual

δεινολεχής, -ές (Α)
όποιος δυστύχησε στον γάμο του («δεινολεχής Μήδεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λεχής < λέχος «κρεβάτι»].