Τηλέγονος

From LSJ
Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τηλέγονος Medium diacritics: Τηλέγονος Low diacritics: Τηλέγονος Capitals: ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ
Transliteration A: Tēlégonos Transliteration B: Tēlegonos Transliteration C: Tilegonos Beta Code: Thle/gonos

English (LSJ)

ον, only found as pr. name, Hes.Th.1014, Arist.Po. 1453b33, etc.; = A Proculus, Gloss. (Proculus is expld. as qui patre longius peregrinante nascitur, ib.).

German (Pape)

[Seite 1105] fern vom Vater od. vom Vaterlande geboren, kommt wohl nur als nom. pr. vor.

Greek (Liddell-Scott)

τηλέγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς μακρὰν τοῦ πατρός του, πρβλ. τηλύγετος, εὕρηται δὲ μόνον ὡς κύριον ὄνομα, ὡς τὸ Λατ. Proculus, Ἡσ. Θ. 1014, κλπ.

Greek Monotonic

τηλέγονος: -ον (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε μακριά από τον πατέρα του ή την πατρίδα του, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τηλέ-γονος, ον, γίγνομαι
born far from one's father or fatherland, Hes.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Télégonos, fils d’Ulysse et de Circé.
Étymologie: τῆλε, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γιος του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' άλλη παράδοση, της Καλυψώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τηλ(ε)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρτί-γονος].

Russian (Dvoretsky)

Τηλέγονος: ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.