άργιλος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
Greek Monolingual
η (Α ἄργιλος κ. -ιλλος)
τύπος χωμάτων ή πετρωμάτων που αποτελούνται από κόκκους με διάμετρο μικρότερη από 0, 002 χιλιοστόμετρα (κεραμεική άργιλος, αργιλικοί σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται πιθ. με το αργός (Ι) και ανήκει στις λέξεις με επίθημα -īlo -, που είναι της τεχνικής κυρίως ορολογίας ή της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. όμιλος, στρόβιλος κ.ά.). Το λατ. argilla είναι δάνειο απ' την ελλ. λέξη].