ήδη

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

(AM ἤδη)
(χρον. επίρρ.)
1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.)
2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από τότε (α. «την τέταρτη ήδη μέρα από τη συνέλευση» β. «ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον», Σοφ.)
3. αμέσως, αμέσως τώρα, αμέσως μετά (α. «μετά την ασυμφωνία θα έχει ήδη έλθει ο ανταγωνισμός» β. «μετὰ τοῦτ' ἤδη», Αριστοφ.)
4. (για δήλωση του παρόντος) αυτή τη στιγμή, τώρα δα (α. «το τρένο ήδη ξεκινάει» β. «οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἤδη», Ομ. Οδ.)
5. (συν. με υπερθ.) έως τώρα, μέχρι τώρα (α. «σάς έχω ήδη μιλήσει πολλές φορές γι' αυτό το ζήτημα» β. «μέγιστος ἤδη διάπλους», Θουκ.)
αρχ.
1. (ως συμπερασματικό) άρα
2. λογουχάρη, παραδείγματος χάριν
3. (για τόπο) αμέσως μετά («ἀπό ταύτης ἤδη Αἴγυπτος», Ηρόδ.)
4. φρ. «ἡ ἤδη χάρις» — η τωρινή εύνοια, η παρούσα εύνοια (Δημοσθ.)
5. (μαζί με άλλα χρονικά μόρια που τίθενται για σαφέστερη δήλωση ή επίταση) φρ. α) «πάλαι ἤδη» — από παλιά, πριν από καιρό
β) «ἤδη νῡν» — τώρα δα
γ) «νῡν ἤδη» — τώρα πια
δ) «τότ' ἤδη» — ακριβώς τότε και όχι προηγουμένως
ε) «ἤδη τότε» — και τότε ακόμη
στ) «ἤδη πώποτε» — κάποτε στο παρελθόν, καμιά φορά
ζ) «καὶ ἤδη» — προσέτι, επίσης
η) «ἤδη γε» — τώρα λοιπόν, και τώρα
θ) «ἐνταῡθ' ἤδη» — τότε λοιπόν
ι) «ἤδη ποτέ» — άλλοτε, κάποτε, πριν από καιρό
ια) «πότ' ἤδη» — κάποτε, προ πολλού
ιβ) «ἄλλοτε ἤδη πολλάκις» — πολλές φορές στο παρελθόν
ιγ) «τὸ τηνίκ' ἤδη» — τότε ακριβώς πλέον, τότε πια
ιδ) «τὸ λοιπόν ἤδη» — από τώρα και στο εξής
ιε) «ἐπεί ἤδη» — επειδή τότε πλέον
ιστ) «εἰ ἤδη» — εάν τώρα πλέον
6. (σε πάπ., δίπλα στη διεύθυνση επιστολής) «ἤδη ἤδη ταχύ ταχύ» — κατεπείγον, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ <+ δη].