αίτηση

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

η (Α αἴτησις)
το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
νεοελλ.
1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά
(Εκκλ.) τμήμα εκκλησιαστικών ακολουθιών στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές δεήσεις
αρχ.
(στη Λογ.) το να θεωρείται κάτι ως αίτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτῶ.
ΠΑΡ. μσν. αἰτήσιος.